σκιερός, -ή, -ό

σκιερός, -ή, -ό
σκιερός, -ή, -ό, 1 . γεμάτος σκιά: Δεν αναπτύσσονται τα φυτά σε σκιερό μέρος.
2. αυτός που δημιουργεί σκιά: Στην πλατεία του χωριού υπάρχει ένας σκιερός πλάτανος.
3. σκοτεινόχρωμος, σκούρος.
4. αδιαφανής: Από τα σκιερά σώματα δεν περνούν οι φωτεινές ακτίνες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκιερός — shady masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιερός — ή, ό / σκιερός, ά, όν, ΝΑ, και σκιαρός, ή, ό, Ν 1. αυτός που παρέχει ή έχει σκιά (α. «στα σκιερά τα λαγκάδια...», Ζερβ. β. «ὄρος σκιερόν», Αριστοφ.) 2. αυτός που βρίσκεται στη σκιά (α. «σκιερή τοποθεσία» β. «ἀπὸ σκιαρᾱν παγᾱν», Πίνδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • σκιερά — σκιερός shady neut nom/voc/acc pl σκιερά̱ , σκιερός shady fem nom/voc/acc dual σκιερά̱ , σκιερός shady fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιερώτερον — σκιερός shady adverbial comp σκιερός shady masc acc comp sg σκιερός shady neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιερῶν — σκιερός shady fem gen pl σκιερός shady masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιερόν — σκιερός shady masc acc sg σκιερός shady neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιεραῖς — σκιερός shady fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιεραί — σκιερός shady fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιεροῖο — σκιερός shady masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιεροῖς — σκιερός shady masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”